- επίκουρος
- (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο διαμονής του. Καμία από τις διδασκαλίες αυτές δεν τον κατέκτησε. Το 311 π.Χ. άρχισε να διδάσκει στη Μυτιλήνη. Ίδρυσε στη συνέχεια σχολή στη Λάμψακο, η οποία προσέλκυσε πολλούς μαθητές. Τέλος, το 306 π.Χ. αγόρασε στην Αθήνα ένα σπίτι τριγυρισμένο από κήπο, τον περίφημο Κήπο του Ε., όπου δίδαξε έως τον θάνατό του.
Προσωπικότητα με μεγάλη ηθική επιβολή, ο οποίος τοποθετούσε σε εξέχουσα θέση τη φιλία που τον συνέδεε με τους μαθητές του, ο Ε. έγινε αρχηγός σχολής και λατρευόταν με σχεδόν θρησκευτικό τρόπο. Παρά την επισφαλή υγεία του, διατήρησε έως το τέλος της ζωής του γαλήνια διάθεση, θεωρούσε τη φιλοσοφία ως γιατρικό της ψυχής και δεν επεδίωκε τη γνώση ως αυταξία, αλλά ως κανονισμό για την έμπρακτη ζωή. Συνεπώς, η παροιμιακή σύνδεση του ονόματός του με τη φιλήδονη ζωή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την αλήθεια, όπως μαρτυρούν όσοι τον γνώρισαν και ανέφεραν ότι είχε χαρακτήρα πράο, ολιγαρκή και αγαθό.
Σύμφωνα με τον Διογένη τον Λαέρτιο, το έργο του Ε. περιλάμβανε περίπου 300 κυλίνδρους. Διασώθηκαν τρεις διδακτικές επιστολές προς τον Ηρόδοτο, τον Πυθοκλέα και το Μενοικέα, από τις οποίες η πρώτη και η τρίτη περιέχουν σύντομη περίληψη της φυσικής και της ηθικής, ενώ η δεύτερη πραγματεύεται τη μετεωρολογία, αλλά η γνησιότητά της είναι αμφίβολη. Σώζονται επίσης 37 βιβλία (όχι πλήρη) από το κύριο έργο του Περί φύσεως, που διατηρήθηκαν στους ηρακλειωτικούς κυλίνδρους, ο Κανών, σε ένα βιβλίο όπου εκτίθεται η γνωσιοθεωρία του Ε., και πολυάριθμα αποφθέγματα (80 από αυτά βρέθηκαν το 1888 στη βιβλιοθήκη του Βατικανού). Σε ηθικά προβλήματα αναφέρονται τρία συγγράμματά του, από τα σημαντικότερα του είδους: Περί τέλους, Περί αιρετών και φευκτών και Περί βίων.
Η διδασκαλία του περιλαμβάνει, όπως πολλά φιλοσοφικά έργα της αρχαιότητας, τρία μέρη: την κανονική, δηλαδή τη λογική και γνωσιοθεωρία, τη φυσική και την ηθική. Γενικά, ο Ε. δεν επεδίωκε τη γνώση παρά στον βαθμό που εξυπηρετεούσε πρακτικούς σκοπούς της ζωής, γι’ αυτό ακόμα και η φυσική τον ενδιέφερε μόνο επειδή η γνώση των φυσικών αιτίων απαλλάσσει από τον φόβο των θεών και του θανάτου και υποδεικνύει το ωραίο και το ωφέλιμο για την ανθρώπινη φύση.
Η κανονική θέτει ως κριτήριο της αλήθειας την αίσθηση, έπειτα τις μνημονικές παραστάσεις ή «προλήψεις» και τα συναισθήματα ή «πάθη». Η αίσθηση γεννιέται από τις υλικές εικόνες, τα «είδωλα», που απορρέουν από τα πράγματα και εισχωρούν στα αισθητήρια όργανα. Γι’ αυτό η αίσθηση είναι πάντα αληθινή. Οι «προλήψεις» είναι προγενέστερες εικόνες που και αυτές προήλθαν από την αίσθηση και επιτρέπουν την αναγνώριση ενός αντικειμένου. Όπως επεξηγεί ο Διογένης ο Λαέρτιος, όταν αντικρίζουμε από μακριά ένα άλογο ή ένα βόδι και αναρωτιόμαστε αν είναι πράγματι το ένα ή το άλλο, αυτό σημαίνει ότι έχουμε ήδη από πριν την εικόνα του αλόγου ή του βοδιού. Με τις «προλήψεις» συνέχονται και τα «πάθη» που και αυτά αποτελούν, έτσι, κριτήριο.
Η φυσική του Ε. επανήλθε στην καθαρά μηχανιστική ατομική θεωρία του Δημόκριτου, αποκλείοντας επεμβάσεις θεών και τον συνεπακόλουθο φόβο που προκαλούσαν οι αστάθμητες δυνάμεις. Στη διδασκαλία του Δημόκριτου προσέθεσε ο Ε. τη θεωρία της παρέκκλισης των ατόμων: απαντώντας δηλαδή στις επικρίσεις κατά της ατομικής σχολής προέβαλε την άποψη ότι οι τροχιές πτώσης των ατόμων στο κενό δεν είναι παράλληλες, και έτσι εξηγείται η σύγκρουση και ο συνδυασμός τους για τη γένεση των φυσικών σωμάτων. Τη θεωρία αυτή ανέπτυξε αργότερα περισσότερο ο Λουκρήτιος. Ο Ε. αρνήθηκε κάθε τελολογική ερμηνεία, κάθε πρόνοια για την εξήγηση των φυσικών φαινομένων. Οι θεοί υπάρχουν μακάριοι σε έναν υπερκόσμιο χώρο και δεν παρεμβαίνουν στην κίνηση της φύσης και στην ανθρώπινη ζωή. Έτσι, δεν έχει θέση ο φόβος των θεών ή του θανάτου. Έμεινε διάσημη η πρόταση του Ε. «ο θάνατος δεν αφορά τον άνθρωπο, καθώς όσο υπάρχει ο άνθρωπος δεν υπάρχει ο θάνατος, ενώ όταν θα υπάρξει ο θάνατος, δεν θα υπάρχει ο άνθρωπος ώστε να τον βιώσει ως κατάσταση».
Η ηθική του Ε. έχει υλιστική βάση και θέτει ένα μόνο αξιολογικό κριτήριο: την ευχαρίστηση, η οποία προϋποθέτει την ισόρροπη αρμονία των διαφόρων μερών του σώματος. Αυτό σημαίνει, όχι την επιπόλαιη και ασύδοτη επιδίωξη απολαύσεων, αλλά, αντίθετα, την επιλογή τους, που χαρακτηρίζει τον σοφό, τον ικανό να τις διακρίνει με αξιολογικό τρόπο. Υπάρχουν ηδονές φυσικές και αναγκαίες, όπως το φαγητό, ο ύπνος κλπ., που ο σοφός τις περιορίζει στο απαραίτητο: με λίγο ψωμί και νερό ανταγωνίζεται τη μακαριότητα του Δία. Υπάρχουν φυσικές και όχι αναγκαίες ηδονές, όπως τα εκλεκτά φαγητά, που ο σοφός μπορεί τυχαία να γευτεί, αλλά χωρίς να γίνει δούλος τους. Τέλος, ηδονές που δεν είναι ούτε αναγκαίες ούτε φυσικές, όπως η δόξα και τα πλούτη, είναι ασυμβίβαστες με τη ζωή του σοφού. Το κριτήριο είναι η εξασφάλιση διαρκών ηδονών, που να μη συνεπάγονται ύστερα μεγάλες θλίψεις. Τέτοιες είναι οι πνευματικές ηδονές, η αρετή. Το ιδεώδες είναι να ζει κανείς απαρατήρητος, πέρα από την κανονική ταραχή, στα πλαίσια μιας φιλοσοφικής συναναστροφής και φιλίας, κερδίζοντας την αρμονική ύπαρξη και αταραξία. Το πνεύμα του Ε. άσκησε μεγάλη επίδραση στην εποχή του, ακόμα και στις αρχές της επικράτησης του χριστιανισμού.
επικουρισμός. Με την ονομασία αυτή νοείται η σχολή του Ε., οι δοξασίες των οπαδών και των επιγόνων της σχολής, καθώς και ορισμένη αντίληψη για τη διδασκαλία του Ε., μονομερής και παραπλανητική, που επικράτησε ιδίως κατά τον Μεσαίωνα.
Η σχολή του Ε. γνώρισε μεγάλη διάδοση και επιρροή, ανταγωνιζόταν τη στωική σχολή, αλλά και βάδιζε ουσιαστικά κατά μεγάλο μέρος παράλληλα με αυτήν. Ο Μητρόδωρος και ο Πολύαινος, Λαμψακηνοί και οι δύο, ο Έρμαρχος ο Μυτιληναίος, διάδοχος του Ε. στη σχολαρχία, ήταν οι πρώτοι οπαδοί και θεωρούνται συνιδρυτές της σχολής. Από αυτούς, οι δύο πρώτοι πέθαναν πριν από τον δάσκαλό τους. Άλλοι άμεσοι μαθητές του Ε. ήταν ο Κωλώτης ο Λαμψακηνός, ο Λεοντεύς ο Λαμψακηνός, ο Ηρόδοτος, προς τον οποίο έγραψε ο Ε. την επιστολή του για τη φύση, ο Ιδομενεύς ο Λαμψακηνός, στον οποίο απευθύνθηκε η τελευταία επιστολή του δασκάλου, την οποία έγραψε την τελευταία ημέρα της ζωής του, ο αδελφός του Μητρόδωρου, Τιμοκράτης, υβριστής αργότερα του Ε. για προσωπικούς λόγους, και ο Πολύστρατος, διάδοχος του Ερμάρχου στη σχολαρχία. Από τους έμμεσους μαθητές του Ε. υπήρξαν ο Διονύσιος, σχολάρχης μετά τον Πολύστρατο, ύστερα ο Βασιλείδης, ο Απολλόδωρος ο λεγόμενος κηποτύραννος, ο Ζήνων ο Σιδώνιος, ο επιφανέστερος από όλους τους επικούρειους, που τον τιμούσε πολύ ο Κικέρων, ο Αθηναίος Φαίδρος, ο Φιλόδημος από τα Γάδαρα της Συρίας, εριστικός επικούρειος, από τα πολυάριθμα συγγράμματα του οποίου σώθηκαν σημαντικά αποσπάσματα κ.ά. Ο επικουρισμός είχε επεκταθεί νωρίς, γύρω στα μέσα του 2ου αι. π.Χ., στη Ρώμη, όπου απέκτησε πολλούς οπαδούς και επηρέασε συγγραφείς όπως τον Οράτιο, τον Πετρώνιο κ.ά.
Αλλά ενθουσιώδης κήρυκας του επικουρισμού στη Ρώμη υπήρξε ο Λουκρήτιος Κάρος (1ος αι. π.Χ.), του οποίου το ποίημά De natura rerum αποτέλεσε μία από τις κυριότερες πηγές γνώσης της διδασκαλίας των επικούρειων.
Η σχολή εξακολούθησε να ακμάζει σε μεγάλη έκταση στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και κατά τους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού. Αποτέλεσε όμως στόχο σφοδρών επιθέσεων των χριστιανών συγγραφέων, όχι μόνο μέχρι τη διάλυσή της (4ος αι. μ.Χ.) αλλά και πολύ μεταγενέστερα. Ο Ε. και οι οπαδοί του παρουσιάστηκαν ως κήρυκες και υποδείγματα ακολασίας, και με τη σημασία αυτή αναφέρεται ο όρος επικουρισμός κατά τον Μεσαίωνα. Όμως, κατά τον 17o αι. ο Γάλλος φιλόσοφος και θεολόγος Γκασέντι παρουσίασε με άλλη όψη τον επικουρισμό, ζητώντας να συνδυάσει τη φυσιοκρατική του θεωρία με τη θεοκρατική διδασκαλία του χριστιανισμού. Η αντίθεση μεταξύ επικουρισμού και στωικισμού στο θέμα της θείας πρόνοιας –καθώς ο Ε. αρνήθηκε κάθε θεία παρέμβαση στον κόσμο και κάθε τελολογική ερμηνεία– έδωσε αφορμή για την ανάπτυξη οξείας αντιδικίας εκείνη την εποχή. Ωστόσο, στους νεότερους χρόνους, η προσεκτική μελέτη των κειμένων και η επιστημονική αξιολόγηση αναζήτησαν και απέδωσαν στον επικουρισμό το πραγματικό του πρόσωπο.
Η μορφή του Επίκουρου σε ρωμαϊκό αντίγραφο, έργο περίπου του 270 π.Χ. (Καπιτώλιο, Ρώμη).
* * *-η, -ο (Α ἐπίκουρος, -ον)βοηθός, υπερασπιστής («Ἀφροδίτη ἧλθεν Ἄρῃ ἐπίκουρος», Ομ. Ιλ.)νεοελλ.αυτός που χρησιμοποιείται σε έκτακτες περιπτώσεις ή για ορισμένο χρονικό διάστημα, έκτακτος («επίκουρος καθηγητής»)αρχ.1. (απολ.) προστάτης, κηδεμόνας, κύριος2. (με γεν. πράγμ.) αυτός που προστατεύει, προφυλάσσει ή απαλλάσσει από κάτι («Λαβδακίδαις ἐπίκουρος ἀδήλων θανάτων», Σοφ.)3. (για πράγμ.) αυτός που μπορεί να ενισχύσει4. αυτός που βοηθά, που προάγει κάτι («ἐπίκουρον εὑρὼν ὁδὸν λόγων», Πίνδ.)5. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐπίκουροι(στην πλατωνική Πολιτεία) η τάξη μάχιμων στρατιωτών6. οἱ ἐπίκουροια) ξένοι μισθοφόροι στρατιώτεςβ) μισθωτοί σωματοφύλακεςγ) σύμμαχοι στρατιώτες.[ΕΤΥΜΟΛ. < *επίκορσος, με σίγηση τού -σ- και αντέκτασηπαράγωγο μη μαρτυρουμένου ρήματος, που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kers- «τρέχω». Η συνεσταλμένη βαθμίδα (* krs) τής ίδιας ρίζας εμφανίζεται στο λατ. curro «τρέχω». Η αρχική σημασία τής λέξεως επίκουρος στον Όμηρο και στον Ηρόδοτο ήταν «επικουρικό στράτευμα, σύμμαχος», ενώ στον Θουκυδίδη και γενικά στην Αττική χρησιμοποιείται για να δηλώσει τόσο τα μισθοφορικά στρατεύματα όσο και γενικά όποιον βοηθάει, προστατεύει].
Dictionary of Greek. 2013.